- άβρετος
- η , ο1) ненайденный; которого трудно отыскать; 2) редкий, редкостный (о книгах и т.п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άβρετος — η, ο αυτός που δεν βρίσκεται ή που δεν έχει βρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. α στερ. + βρετός < ευρετός < ευρίσκω] … Dictionary of Greek